ἀπόστροφος

ἀπόστροφος
ἀπό-στροφος, ον,
A turned away, averted,

ἀποστρόφους αὐγὰς ἀπείρξω S.Aj.69

: turned away from, c. gen.,

σελήνης Man.1.57

: also c. dat.,

δισσοῖς σελάεσσιν ἀ. οἶμον ἰοῦσα Id.6.127

. Adv.

-φως Lyd.Ost.15

.
b Astrol., not conjoined, Vett. Val.53.24, etc.
2 to be turned from, dreadful, epith. of the Erinyes, Orph.H.70.8.
II as Subst., [suff] ἀπό-στροφος, , apostrophe, Sch.D.T.p.135H., etc.; mark of elision, EM638.19, etc.
2 turning away of chorus from stage in Comic parabasis, Platon.Diff.Com.8.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀπόστροφος — turned away masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απόστροφος — (Α ἀπόστροφος, ον) το θηλ. ως ουσ. το σημείο της έκθλιψης φωνήεντος (κατ ολίγον, επ αυτού, απ όλους) αρχ. 1. αυτός που έχει αποστρέψει (δηλ., έχει γυρίσει αλλού) το πρόσωπο του 2. ο αποτρόπαιος 3. το θηλ. ως ουσ. θεατρ. η παράβαση του χορού …   Dictionary of Greek

  • απόστροφος — η (γραμμ.), σημάδι του γραπτού λόγου όμοιο με την ψιλή που μπαίνει στη θέση φωνήεντος το οποίο αποβλήθηκε εξαιτίας έκθλιψης, αφαίρεσης ή αποκοπής (μ έφερε, μου φερε, φέρ το) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποστρόφως — ἀπόστροφος turned away adverbial ἀπόστροφος turned away masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόστροφον — ἀπόστροφος turned away masc/fem acc sg ἀπόστροφος turned away neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστρόφοις — ἀπόστροφος turned away masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστρόφου — ἀπόστροφος turned away masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστρόφους — ἀπόστροφος turned away masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστρόφων — ἀπόστροφος turned away masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστρόφῳ — ἀπόστροφος turned away masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόστροφα — ἀπόστροφος turned away neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”